ζυγόθυρο(ν)

ζυγόθυρο(ν)
το засов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζυγόθυρο(ν)" в других словарях:

  • ζυγόθυρο — το ο μοχλός που εκτείνεται από τη μια παραστάδα ώς την άλλη και με τον οποίο κλείνεται η θύρα, κν. αμπάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + θύρα] …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • ζύγωθρο — το (Μ ζύγωθρον) ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλο νεοελλ. (μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»